- ξυστοβόλος
- ξυστοβόλος, ον,A spear-darting, of Dionysus, AP9.524.15.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξυστοβόλος — ξυστοβόλος, ον (Α) (για τον Διόνυσο) αυτός που εξακοντίζει δόρυ («ξυστοβόλος Βάκχος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυστόν «δόρυ» + βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο βόλος] … Dictionary of Greek
ξυστοβόλον — ξυστοβόλος spear darting masc/fem acc sg ξυστοβόλος spear darting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)